Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπλήγδην
συμπληθύνω
συμπληθύω
συμπληρόω
συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοος
συμπνέω
συμπνίγω
σύμπνοος
συμποδίζω
συμποιέω
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολιτεύω
συμπολίτης
σύμπολλοι
συμπομπεύω
View word page
συμποδίζω
συμποδίζω fut. σω to tie the feet together, bind hand and foot, Ar.:—Pass. to be entangled in a net, Xen. metaph. to entangle, Lat. impedire, Plat.

ShortDef

to tie the feet together, bind hand and foot

Debugging

Headword:
συμποδίζω
Headword (normalized):
συμποδίζω
Headword (normalized/stripped):
συμποδιζω
IDX:
30925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30960
Key:
sumpodi/zw

Data

{'content': 'συμποδίζω\n fut. σω\n to tie the feet together, bind hand and foot, Ar.:—Pass. to be entangled in a net, Xen.\n metaph. to entangle, Lat. impedire, Plat.', 'key': 'sumpodi/zw'}