Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύμπλεος
συμπλέω
συμπληγάς
συμπλήγδην
συμπληθύνω
συμπληθύω
συμπληρόω
συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοος
συμπνέω
συμπνίγω
σύμπνοος
συμποδίζω
συμποιέω
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολιτεύω
View word page
συμπνέω
συμπνέω fut. -πνεύσομαι to breathe together with, τινί Anth.: metaph., ἐμπαίοις τύχαισι σ. to go along with the sudden blasts of fortune, to yield or bow to them, Aesch. absol. to agree together, conspire, Dem.

ShortDef

to breathe together with

Debugging

Headword:
συμπνέω
Headword (normalized):
συμπνέω
Headword (normalized/stripped):
συμπνεω
IDX:
30922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30957
Key:
sumpne/w

Data

{'content': 'συμπνέω\n fut. -πνεύσομαι\n to breathe together with, τινί Anth.: metaph., ἐμπαίοις τύχαισι σ. to go along with the sudden blasts of fortune, to yield or bow to them, Aesch.\n absol. to agree together, conspire, Dem.', 'key': 'sumpne/w'}