Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπλέκω
σύμπλεος
συμπλέω
συμπληγάς
συμπλήγδην
συμπληθύνω
συμπληθύω
συμπληρόω
συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοος
συμπνέω
συμπνίγω
σύμπνοος
συμποδίζω
συμποιέω
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
View word page
σύμπλοος
σύμπλοος σύμπλους, ουν, συμπλέω sailing with one in a ship, a shipmate, Hdt.; c. dat. pers., Eur.:—poet. of ships, Anth. metaph. a partner or comrade in a thing, c. gen., Soph.

ShortDef

sailing with

Debugging

Headword:
σύμπλοος
Headword (normalized):
σύμπλοος
Headword (normalized/stripped):
συμπλοος
IDX:
30921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30956
Key:
su/mplous

Data

{'content': 'σύμπλοος\n σύμπλους, ουν,\n συμπλέω\n sailing with one in a ship, a shipmate, Hdt.; c. dat. pers., Eur.:—poet. of ships, Anth.\n metaph. a partner or comrade in a thing, c. gen., Soph.', 'key': 'su/mplous'}