Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμπλείονες
συμπλέκω
σύμπλεος
συμπλέω
συμπληγάς
συμπλήγδην
συμπληθύνω
συμπληθύω
συμπληρόω
συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοος
συμπνέω
συμπνίγω
σύμπνοος
συμποδίζω
συμποιέω
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
View word page
συμπλοκή
συμπλοκή συμπλοκή, ἡ, συμπλέκω an intertwining, complication, Plat. a close struggle or engagement, Plat.
ShortDef
an intertwining, complication
Debugging
Headword:
συμπλοκή
Headword (normalized):
συμπλοκή
Headword (normalized/stripped):
συμπλοκη
IDX:
30920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30955
Key:
sumplokh/
Data
{'content': 'συμπλοκή\n συμπλοκή, ἡ,\n συμπλέκω\n an intertwining, complication, Plat.\n a close struggle or engagement, Plat.', 'key': 'sumplokh/'}