Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπλαταγέω
συμπλείονες
συμπλέκω
σύμπλεος
συμπλέω
συμπληγάς
συμπλήγδην
συμπληθύνω
συμπληθύω
συμπληρόω
συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοος
συμπνέω
συμπνίγω
σύμπνοος
συμποδίζω
συμποιέω
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
View word page
συμπλοϊκός
συμπλοϊκός συμπλοϊκός, ή, όν σύμπλοος sailing with or together, συμπλ. φιλία friendship of shipmates, Arist.

ShortDef

sailing with

Debugging

Headword:
συμπλοϊκός
Headword (normalized):
συμπλοϊκός
Headword (normalized/stripped):
συμπλοικος
IDX:
30919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30954
Key:
sumploiko/s

Data

{'content': 'συμπλοϊκός\n συμπλοϊκός, ή, όν\n σύμπλοος\n sailing with or together, συμπλ. φιλία friendship of shipmates, Arist.', 'key': 'sumploiko/s'}