Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπλάσσω
συμπλαταγέω
συμπλείονες
συμπλέκω
σύμπλεος
συμπλέω
συμπληγάς
συμπλήγδην
συμπληθύνω
συμπληθύω
συμπληρόω
συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοος
συμπνέω
συμπνίγω
σύμπνοος
συμποδίζω
συμποιέω
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
View word page
συμπληρόω
συμπληρόω fut. ώσω to help to fill, σ. τοῖσι Ἀθηναίοισι τὰς νέας to help them in manning the ships, Hdt. to fill up, ξ. ἑξήκοντα ναῦς to man them fully, Thuc.

ShortDef

to help to fill

Debugging

Headword:
συμπληρόω
Headword (normalized):
συμπληρόω
Headword (normalized/stripped):
συμπληροω
IDX:
30918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30953
Key:
sumplhro/w

Data

{'content': 'συμπληρόω\n fut. ώσω\n to help to fill, σ. τοῖσι Ἀθηναίοισι τὰς νέας to help them in manning the ships, Hdt.\n to fill up, ξ. ἑξήκοντα ναῦς to man them fully, Thuc.', 'key': 'sumplhro/w'}