Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπλανάομαι
συμπλάσσω
συμπλαταγέω
συμπλείονες
συμπλέκω
σύμπλεος
συμπλέω
συμπληγάς
συμπλήγδην
συμπληθύνω
συμπληθύω
συμπληρόω
συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοος
συμπνέω
συμπνίγω
σύμπνοος
συμποδίζω
συμποιέω
συμποιμαίνω
View word page
συμπληθύω
συμπληθύω to help to fill or increase, Hdt.

ShortDef

to help to fill

Debugging

Headword:
συμπληθύω
Headword (normalized):
συμπληθύω
Headword (normalized/stripped):
συμπληθυω
IDX:
30917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30952
Key:
sumplhqu/w

Data

{'content': 'συμπληθύω\n to help to fill or increase, Hdt.', 'key': 'sumplhqu/w'}