Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμπίπτω
συμπλανάομαι
συμπλάσσω
συμπλαταγέω
συμπλείονες
συμπλέκω
σύμπλεος
συμπλέω
συμπληγάς
συμπλήγδην
συμπληθύνω
συμπληθύω
συμπληρόω
συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοος
συμπνέω
συμπνίγω
σύμπνοος
συμποδίζω
συμποιέω
View word page
συμπληθύνω
συμπληθύνω to multiply or increase together, Xen.
ShortDef
to multiply
Debugging
Headword:
συμπληθύνω
Headword (normalized):
συμπληθύνω
Headword (normalized/stripped):
συμπληθυνω
IDX:
30916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30951
Key:
sumplhqu/nw
Data
{'content': 'συμπληθύνω\n to multiply or increase together, Xen.', 'key': 'sumplhqu/nw'}