Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σύμπηκτος
συμπιέζω
συμπίνω
συμπίπτω
συμπλανάομαι
συμπλάσσω
συμπλαταγέω
συμπλείονες
συμπλέκω
σύμπλεος
συμπλέω
συμπληγάς
συμπλήγδην
συμπληθύνω
συμπληθύω
συμπληρόω
συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοος
συμπνέω
συμπνίγω
View word page
συμπλέω
συμπλέω fut. -πλεύσομαι Ionic -πλώω, -πλώσομαι to sail in company with, τινί Hdt., etc.; absol., Thuc.
ShortDef
to sail in company with
Debugging
Headword:
συμπλέω
Headword (normalized):
συμπλέω
Headword (normalized/stripped):
συμπλεω
IDX:
30913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30948
Key:
sumple/w
Data
{'content': 'συμπλέω\n fut. -πλεύσομαι\n Ionic -πλώω, -πλώσομαι\n to sail in company with, τινί Hdt., etc.; absol., Thuc.', 'key': 'sumple/w'}