Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπήγνυμι
σύμπηκτος
συμπιέζω
συμπίνω
συμπίπτω
συμπλανάομαι
συμπλάσσω
συμπλαταγέω
συμπλείονες
συμπλέκω
σύμπλεος
συμπλέω
συμπληγάς
συμπλήγδην
συμπληθύνω
συμπληθύω
συμπληρόω
συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοος
συμπνέω
View word page
σύμπλεος
σύμπλεος σύμ-πλεος, Attic -πλεωσος, η, ον quite full, Xen.

ShortDef

quite full

Debugging

Headword:
σύμπλεος
Headword (normalized):
σύμπλεος
Headword (normalized/stripped):
συμπλεος
IDX:
30912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30947
Key:
su/mpleos

Data

{'content': 'σύμπλεος\n σύμ-πλεος, Attic -πλεωσος, η, ον\n quite full, Xen.', 'key': 'su/mpleos'}