Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμπεριφθείρομαι
συμπερονάω
συμπέτομαι
συμπήγνυμι
σύμπηκτος
συμπιέζω
συμπίνω
συμπίπτω
συμπλανάομαι
συμπλάσσω
συμπλαταγέω
συμπλείονες
συμπλέκω
σύμπλεος
συμπλέω
συμπληγάς
συμπλήγδην
συμπληθύνω
συμπληθύω
συμπληρόω
συμπλοϊκός
View word page
συμπλαταγέω
συμπλαταγέω fut. ήσω to sound by striking together, σ. χερσί to clap with the hands, Il.
ShortDef
to sound by striking together
Debugging
Headword:
συμπλαταγέω
Headword (normalized):
συμπλαταγέω
Headword (normalized/stripped):
συμπλαταγεω
IDX:
30909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30944
Key:
sumplatage/w
Data
{'content': 'συμπλαταγέω\n fut. ήσω\n to sound by striking together, σ. χερσί to clap with the hands, Il.', 'key': 'sumplatage/w'}