Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπεριφέρω
συμπεριφθείρομαι
συμπερονάω
συμπέτομαι
συμπήγνυμι
σύμπηκτος
συμπιέζω
συμπίνω
συμπίπτω
συμπλανάομαι
συμπλάσσω
συμπλαταγέω
συμπλείονες
συμπλέκω
σύμπλεος
συμπλέω
συμπληγάς
συμπλήγδην
συμπληθύνω
συμπληθύω
συμπληρόω
View word page
συμπλάσσω
συμπλάσσω Attic -ττω aor1 συνέπλασα to mould or fashion together, γαίης of clay, Hes.:—Pass., Ar. of speakers and writers, ξυνομολογοῦντες καὶ ξ. by agreeing on an hypothesis and a fiction, Plat. metaph. to feign or fabricate together, Dem.

ShortDef

to mould

Debugging

Headword:
συμπλάσσω
Headword (normalized):
συμπλάσσω
Headword (normalized/stripped):
συμπλασσω
IDX:
30908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30943
Key:
sumpla/ssw

Data

{'content': 'συμπλάσσω\n Attic -ττω\n aor1 συνέπλασα\n to mould or fashion together, γαίης of clay, Hes.:—Pass., Ar.\n of speakers and writers, ξυνομολογοῦντες καὶ ξ. by agreeing on an hypothesis and a fiction, Plat.\n metaph. to feign or fabricate together, Dem.', 'key': 'sumpla/ssw'}