Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμπερινοστέω
συμπεριπατέω
συμπεριπλοκή
συμπεριποιέω
συμπεριτρέχω
συμπεριφέρω
συμπεριφθείρομαι
συμπερονάω
συμπέτομαι
συμπήγνυμι
σύμπηκτος
συμπιέζω
συμπίνω
συμπίπτω
συμπλανάομαι
συμπλάσσω
συμπλαταγέω
συμπλείονες
συμπλέκω
σύμπλεος
συμπλέω
View word page
σύμπηκτος
σύμπηκτος σύμ-πηκτος, ον, put together, constructed, framed, Hdt., Ar.
ShortDef
put together, constructed, framed
Debugging
Headword:
σύμπηκτος
Headword (normalized):
σύμπηκτος
Headword (normalized/stripped):
συμπηκτος
IDX:
30903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30938
Key:
su/mphktos
Data
{'content': 'σύμπηκτος\n σύμ-πηκτος, ον,\n put together, constructed, framed, Hdt., Ar.', 'key': 'su/mphktos'}