Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπεριθέω
συμπεριλαμβάνω
συμπερινοστέω
συμπεριπατέω
συμπεριπλοκή
συμπεριποιέω
συμπεριτρέχω
συμπεριφέρω
συμπεριφθείρομαι
συμπερονάω
συμπέτομαι
συμπήγνυμι
σύμπηκτος
συμπιέζω
συμπίνω
συμπίπτω
συμπλανάομαι
συμπλάσσω
συμπλαταγέω
συμπλείονες
συμπλέκω
View word page
συμπέτομαι
συμπέτομαι Dep. to fly with or together, Luc.

ShortDef

to fly with

Debugging

Headword:
συμπέτομαι
Headword (normalized):
συμπέτομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπετομαι
IDX:
30901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30936
Key:
sumpe/tomai

Data

{'content': 'συμπέτομαι\n Dep. to fly with or together, Luc.', 'key': 'sumpe/tomai'}