Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπεριαγωγός
συμπερίειμι
συμπεριθέω
συμπεριλαμβάνω
συμπερινοστέω
συμπεριπατέω
συμπεριπλοκή
συμπεριποιέω
συμπεριτρέχω
συμπεριφέρω
συμπεριφθείρομαι
συμπερονάω
συμπέτομαι
συμπήγνυμι
σύμπηκτος
συμπιέζω
συμπίνω
συμπίπτω
συμπλανάομαι
συμπλάσσω
συμπλαταγέω
View word page
συμπεριφθείρομαι
συμπεριφθείρομαι Pass. to go about with any one to oneʼs own ruin, Luc.

ShortDef

to go about with

Debugging

Headword:
συμπεριφθείρομαι
Headword (normalized):
συμπεριφθείρομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπεριφθειρομαι
IDX:
30899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30934
Key:
sumperifqei/romai

Data

{'content': 'συμπεριφθείρομαι\n Pass. to go about with any one to oneʼs own ruin, Luc.', 'key': 'sumperifqei/romai'}