Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
συμπεραίνω
συμπέρασμα
συμπερασματικός
συμπέρθω
συμπεριάγω
συμπεριαγωγός
συμπερίειμι
συμπεριθέω
συμπεριλαμβάνω
συμπερινοστέω
συμπεριπατέω
συμπεριπλοκή
συμπεριποιέω
συμπεριτρέχω
συμπεριφέρω
συμπεριφθείρομαι
συμπερονάω
συμπέτομαι
View word page
συμπεριθέω
συμπεριθέω fut. -θεύσομαι to run about together, Luc.
ShortDef
to run about together
Debugging
Headword:
συμπεριθέω
Headword (normalized):
συμπεριθέω
Headword (normalized/stripped):
συμπεριθεω
IDX:
30891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30926
Key:
sumperiqe/w
Data
{'content': 'συμπεριθέω\n fut. -θεύσομαι\n to run about together, Luc.', 'key': 'sumperiqe/w'}