Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σύμπειρος
συμπείρω
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
συμπεραίνω
συμπέρασμα
συμπερασματικός
συμπέρθω
συμπεριάγω
συμπεριαγωγός
συμπερίειμι
συμπεριθέω
συμπεριλαμβάνω
συμπερινοστέω
συμπεριπατέω
συμπεριπλοκή
συμπεριποιέω
συμπεριτρέχω
συμπεριφέρω
συμπεριφθείρομαι
View word page
συμπεριαγωγός
συμπεριαγωγός συμ-περιᾰγωγός, οῦ, ὁ, an assistant in converting others, Plat.
ShortDef
an assistant in converting others
Debugging
Headword:
συμπεριαγωγός
Headword (normalized):
συμπεριαγωγός
Headword (normalized/stripped):
συμπεριαγωγος
IDX:
30889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30924
Key:
sumperiagwgo/s
Data
{'content': 'συμπεριαγωγός\n συμ-περιᾰγωγός, οῦ, ὁ,\n an assistant in converting others, Plat.', 'key': 'sumperiagwgo/s'}