Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμπαρορμάω
σύμπειρος
συμπείρω
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
συμπεραίνω
συμπέρασμα
συμπερασματικός
συμπέρθω
συμπεριάγω
συμπεριαγωγός
συμπερίειμι
συμπεριθέω
συμπεριλαμβάνω
συμπερινοστέω
συμπεριπατέω
συμπεριπλοκή
συμπεριποιέω
συμπεριτρέχω
συμπεριφέρω
View word page
συμπεριάγω
συμπεριάγω fut. ξω to carry about with or together, Xen.:—Pass. to go round with or together, Xen.:— Mid. to lead about with oneself, Xen.
ShortDef
to carry about with
Debugging
Headword:
συμπεριάγω
Headword (normalized):
συμπεριάγω
Headword (normalized/stripped):
συμπεριαγω
IDX:
30888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30923
Key:
sumperia/gw
Data
{'content': 'συμπεριάγω\n fut. ξω\n to carry about with or together, Xen.:—Pass. to go round with or together, Xen.:— Mid. to lead about with oneself, Xen.', 'key': 'sumperia/gw'}