Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
σύμπειρος
συμπείρω
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
συμπεραίνω
συμπέρασμα
συμπερασματικός
συμπέρθω
συμπεριάγω
συμπεριαγωγός
συμπερίειμι
συμπεριθέω
συμπεριλαμβάνω
συμπερινοστέω
συμπεριπατέω
συμπεριπλοκή
συμπεριποιέω
συμπεριτρέχω
View word page
συμπέρθω
συμπέρθω fut. σω to destroy with or together, Eur.

ShortDef

to destroy with

Debugging

Headword:
συμπέρθω
Headword (normalized):
συμπέρθω
Headword (normalized/stripped):
συμπερθω
IDX:
30887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30922
Key:
sumpe/rqw

Data

{'content': 'συμπέρθω\n fut. σω\n to destroy with or together, Eur.', 'key': 'sumpe/rqw'}