συμπερασματικός
συμπερασματικός
συμπερασματικός, ή, όν
conclusive: adv. -κῶς, Arist.
{
"content": "συμπερασματικός\n συμπερασματικός, ή, όν\n conclusive: adv. -κῶς, Arist.",
"key": "sumperasmatiko/s"
}