Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
σύμπειρος
συμπείρω
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
συμπεραίνω
συμπέρασμα
συμπερασματικός
συμπέρθω
συμπεριάγω
συμπεριαγωγός
συμπερίειμι
συμπεριθέω
συμπεριλαμβάνω
συμπερινοστέω
συμπεριπατέω
συμπεριπλοκή
συμπεριποιέω
View word page
συμπερασματικός
συμπερασματικός συμπερασματικός, ή, όν conclusive: adv. -κῶς, Arist.

ShortDef

conclusive

Debugging

Headword:
συμπερασματικός
Headword (normalized):
συμπερασματικός
Headword (normalized/stripped):
συμπερασματικος
IDX:
30886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30921
Key:
sumperasmatiko/s

Data

{'content': 'συμπερασματικός\n συμπερασματικός, ή, όν\n conclusive: adv. -κῶς, Arist.', 'key': 'sumperasmatiko/s'}