Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπαρίστημι
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
σύμπειρος
συμπείρω
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
συμπεραίνω
συμπέρασμα
συμπερασματικός
συμπέρθω
συμπεριάγω
συμπεριαγωγός
συμπερίειμι
συμπεριθέω
συμπεριλαμβάνω
συμπερινοστέω
συμπεριπατέω
συμπεριπλοκή
View word page
συμπέρασμα
συμπέρασμα from συμπεραίνω συμπέρασμα, ατος, τό, a conclusion, Arist.

ShortDef

a conclusion

Debugging

Headword:
συμπέρασμα
Headword (normalized):
συμπέρασμα
Headword (normalized/stripped):
συμπερασμα
IDX:
30885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30920
Key:
sumpe/rasma

Data

{'content': 'συμπέρασμα\n from συμπεραίνω\n συμπέρασμα, ατος, τό,\n a conclusion, Arist.', 'key': 'sumpe/rasma'}