Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
σύμπειρος
συμπείρω
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
συμπεραίνω
συμπέρασμα
συμπερασματικός
συμπέρθω
συμπεριάγω
συμπεριαγωγός
συμπερίειμι
συμπεριθέω
συμπεριλαμβάνω
συμπερινοστέω
συμπεριπατέω
View word page
συμπεραίνω
συμπεραίνω fut. ανῶ to join or assist in accomplishing, Eur.:—Mid., συμπεραίνεσθαί τινι ἔχθραν to join fully in enmity with another, Dem. to decide or conclude absolutely, σ. φροντίδα to make up oneʼs mind, Eur.; κλῇθρα μοχλοῖς σ. to make the doors doubly sure by bars, Eur.:—Pass. to be quite finished, Xen.

ShortDef

to accomplish jointly

Debugging

Headword:
συμπεραίνω
Headword (normalized):
συμπεραίνω
Headword (normalized/stripped):
συμπεραινω
IDX:
30884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30919
Key:
sumperai/nw

Data

{'content': 'συμπεραίνω\n fut. ανῶ\n to join or assist in accomplishing, Eur.:—Mid., συμπεραίνεσθαί τινι ἔχθραν to join fully in enmity with another, Dem.\n to decide or conclude absolutely, σ. φροντίδα to make up oneʼs mind, Eur.; κλῇθρα μοχλοῖς σ. to make the doors doubly sure by bars, Eur.:—Pass. to be quite finished, Xen.', 'key': 'sumperai/nw'}