Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπαρέχω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
σύμπειρος
συμπείρω
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
συμπεραίνω
συμπέρασμα
συμπερασματικός
συμπέρθω
συμπεριάγω
συμπεριαγωγός
συμπερίειμι
συμπεριθέω
συμπεριλαμβάνω
συμπερινοστέω
View word page
συμπένομαι
συμπένομαι Dep. to be poor along with another in a thing, τινί τινος Plat.

ShortDef

to be poor along with

Debugging

Headword:
συμπένομαι
Headword (normalized):
συμπένομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπενομαι
IDX:
30883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30918
Key:
sumpe/nomai

Data

{'content': 'συμπένομαι\n Dep. to be poor along with another in a thing, τινί τινος Plat.', 'key': 'sumpe/nomai'}