Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπαρέπομαι
συμπαρέχω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
σύμπειρος
συμπείρω
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
συμπεραίνω
συμπέρασμα
συμπερασματικός
συμπέρθω
συμπεριάγω
συμπεριαγωγός
συμπερίειμι
συμπεριθέω
συμπεριλαμβάνω
View word page
συμπενθέω
συμπενθέω fut. ήσω trans. to join in mourning for a thing, τι Isocr. intr. to mourn together with, τινί Aesch.; absol., Eur.

ShortDef

to join in mourning for a thing

Debugging

Headword:
συμπενθέω
Headword (normalized):
συμπενθέω
Headword (normalized/stripped):
συμπενθεω
IDX:
30882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30917
Key:
sumpenqe/w

Data

{'content': 'συμπενθέω\n fut. ήσω\n trans. to join in mourning for a thing, τι Isocr.\n intr. to mourn together with, τινί Aesch.; absol., Eur.', 'key': 'sumpenqe/w'}