Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμπάρειμι
συμπαρεισέρχομαι
συμπαρέπομαι
συμπαρέχω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
σύμπειρος
συμπείρω
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
συμπεραίνω
συμπέρασμα
συμπερασματικός
συμπέρθω
συμπεριάγω
συμπεριαγωγός
συμπερίειμι
View word page
συμπείρω
συμπείρω to pierce through together, Plut.
ShortDef
to pierce through together
Debugging
Headword:
συμπείρω
Headword (normalized):
συμπείρω
Headword (normalized/stripped):
συμπειρω
IDX:
30880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30915
Key:
sumpei/rw
Data
{'content': 'συμπείρω\n to pierce through together, Plut.', 'key': 'sumpei/rw'}