Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμπάρειμι
συμπάρειμι
συμπαρεισέρχομαι
συμπαρέπομαι
συμπαρέχω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
σύμπειρος
συμπείρω
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
συμπεραίνω
συμπέρασμα
συμπερασματικός
συμπέρθω
συμπεριάγω
συμπεριαγωγός
View word page
σύμπειρος
σύμπειρος σύμ-πειρος, ον, πεῖρα acquainted with, τινι Pind.
ShortDef
acquainted with
Debugging
Headword:
σύμπειρος
Headword (normalized):
σύμπειρος
Headword (normalized/stripped):
συμπειρος
IDX:
30879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30914
Key:
su/mpeiros
Data
{'content': 'σύμπειρος\n σύμ-πειρος, ον,\n πεῖρα\n acquainted with, τινι Pind.', 'key': 'su/mpeiros'}