Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπαραφέρω
συμπάρειμι
συμπάρειμι
συμπαρεισέρχομαι
συμπαρέπομαι
συμπαρέχω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
σύμπειρος
συμπείρω
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
συμπεραίνω
συμπέρασμα
συμπερασματικός
συμπέρθω
συμπεριάγω
View word page
συμπαρορμάω
συμπαρορμάω fut. ήσω to urge on with or together, Plut.

ShortDef

to urge on with

Debugging

Headword:
συμπαρορμάω
Headword (normalized):
συμπαρορμάω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρορμαω
IDX:
30878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30913
Key:
sumparorma/w

Data

{'content': 'συμπαρορμάω\n fut. ήσω\n to urge on with or together, Plut.', 'key': 'sumparorma/w'}