Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπαρατρέχω
συμπαραφέρω
συμπάρειμι
συμπάρειμι
συμπαρεισέρχομαι
συμπαρέπομαι
συμπαρέχω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
σύμπειρος
συμπείρω
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
συμπεραίνω
συμπέρασμα
συμπερασματικός
συμπέρθω
View word page
συμπαροξύνω
συμπαροξύνω fut. υνῶ to provoke with or together, Xen.

ShortDef

to provoke with

Debugging

Headword:
συμπαροξύνω
Headword (normalized):
συμπαροξύνω
Headword (normalized/stripped):
συμπαροξυνω
IDX:
30877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30912
Key:
sumparocu/nw

Data

{'content': 'συμπαροξύνω\n fut. υνῶ\n to provoke with or together, Xen.', 'key': 'sumparocu/nw'}