Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαραφέρω
συμπάρειμι
συμπάρειμι
συμπαρεισέρχομαι
συμπαρέπομαι
συμπαρέχω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
σύμπειρος
συμπείρω
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
συμπεραίνω
συμπέρασμα
συμπερασματικός
View word page
συμπαρομαρτέω
συμπαρομαρτέω fut. ήσω = συμπαρέπομαι, Xen.

ShortDef

accompany

Debugging

Headword:
συμπαρομαρτέω
Headword (normalized):
συμπαρομαρτέω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρομαρτεω
IDX:
30876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30911
Key:
sumparomarte/w

Data

{'content': 'συμπαρομαρτέω\n fut. ήσω\n = συμπαρέπομαι, Xen.', 'key': 'sumparomarte/w'}