Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντεκπέμπω
ἀντεκπλέω
ἀντεκτείνω
ἀντεκτίθημι
ἀντεκτρέχω
ἀντελαύνω
ἀντελπίζω
ἀντεμβάλλω
ἀντεμβιβάζω
ἀντεμπήγνυμαι
ἀντεμπίπλημι
ἀντεμπίπρημι
ἀντέμφασις
ἀντενδίδωμι
ἀντεξάγω
ἀντεξαιτέω
ἀντεξελαύνω
ἀντεξέρχομαι
ἀντεξετάζω
ἀντεξιππεύω
ἀντεξόρμησις
View word page
ἀντεμπίπλημι
ἀντεμπίπλημι to fill in turn, Xen.: to fill in return, by way of compensation, τί τινος Xen.

ShortDef

to fill in turn

Debugging

Headword:
ἀντεμπίπλημι
Headword (normalized):
ἀντεμπίπλημι
Headword (normalized/stripped):
αντεμπιπλημι
IDX:
3090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3091
Key:
a)ntempi/plhmi

Data

{'content': 'ἀντεμπίπλημι\n to fill in turn, Xen.: to fill in return, by way of compensation, τί τινος Xen.', 'key': 'a)ntempi/plhmi'}