Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπαρατάσσομαι
συμπαρατηρέω
συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαραφέρω
συμπάρειμι
συμπάρειμι
συμπαρεισέρχομαι
συμπαρέπομαι
συμπαρέχω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
σύμπειρος
συμπείρω
συμπέμπω
συμπενθέω
συμπένομαι
View word page
συμπαρέχω
συμπαρέχω fut. -παρέξω to assist in causing, φόβον τινί Xen.; in procuring, ἀσφάλειάν τινι Xen.

ShortDef

to assist in causing

Debugging

Headword:
συμπαρέχω
Headword (normalized):
συμπαρέχω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρεχω
IDX:
30873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30908
Key:
sumpare/xw

Data

{'content': 'συμπαρέχω\n fut. -παρέξω\n to assist in causing, φόβον τινί Xen.; in procuring, ἀσφάλειάν τινι Xen.', 'key': 'sumpare/xw'}