Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμπαραστάτης
συμπαρατάσσομαι
συμπαρατηρέω
συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαραφέρω
συμπάρειμι
συμπάρειμι
συμπαρεισέρχομαι
συμπαρέπομαι
συμπαρέχω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
σύμπειρος
συμπείρω
συμπέμπω
συμπενθέω
View word page
συμπαρέπομαι
συμπαρέπομαι fut. -έψομαι Dep. to go along with, accompany, c. dat., Xen., etc.
ShortDef
to go along with, accompany
Debugging
Headword:
συμπαρέπομαι
Headword (normalized):
συμπαρέπομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπαρεπομαι
IDX:
30872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30907
Key:
sumpare/pomai
Data
{'content': 'συμπαρέπομαι\n fut. -έψομαι\n Dep. to go along with, accompany, c. dat., Xen., etc.', 'key': 'sumpare/pomai'}