Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμπαρασκευάζω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρατάσσομαι
συμπαρατηρέω
συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαραφέρω
συμπάρειμι
συμπάρειμι
συμπαρεισέρχομαι
συμπαρέπομαι
συμπαρέχω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
σύμπειρος
συμπείρω
View word page
συμπάρειμι
συμπάρειμι εἶμι ibo to go beside also or together, 3 sg. imperf. συμπαρῄει, Xen., Aeschin.
ShortDef
be present also
march beside together
Debugging
Headword:
συμπάρειμι
Headword (normalized):
συμπάρειμι
Headword (normalized/stripped):
συμπαρειμι
IDX:
30870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30905
Key:
sumpa/reimi2
Data
{'content': 'συμπάρειμι\n εἶμι ibo\n to go beside also or together, 3 sg. imperf. συμπαρῄει, Xen., Aeschin.', 'key': 'sumpa/reimi2'}