Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμπαραπόλλυμαι
συμπαρασκευάζω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρατάσσομαι
συμπαρατηρέω
συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαραφέρω
συμπάρειμι
συμπάρειμι
συμπαρεισέρχομαι
συμπαρέπομαι
συμπαρέχω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
σύμπειρος
View word page
συμπάρειμι
συμπάρειμι εἰμί sum to be present also or at the same time, Xen., etc. to stand by, to come to help, τινι Xen., Dem.
ShortDef
be present also
march beside together
Debugging
Headword:
συμπάρειμι
Headword (normalized):
συμπάρειμι
Headword (normalized/stripped):
συμπαρειμι
IDX:
30869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30904
Key:
sumpa/reimi1
Data
{'content': 'συμπάρειμι\n εἰμί sum\n to be present also or at the same time, Xen., etc.\n to stand by, to come to help, τινι Xen., Dem.', 'key': 'sumpa/reimi1'}