Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄγρυπνος
ἀγρώσσω
ἄγρωστις
ἀγρώτης
ἄγυια
ἀγυιᾶτις
Ἀγυιεύς
ἀγυμνασία
ἀγύμναστος
ἄγυρις
ἀγυρμός
ἀγυρτάζω
ἀγύρτης
ἀγυρτικός
ἀγχέμαχος
ἀγχίαλος
ἀγχιβαθής
ἀγχιγείτων
ἀγχίθεος
ἀγχίθυρος
ἀγχίμολος
View word page
ἀγυρμός
ἀγυρμός = ἄγυρις.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγυρμός
Headword (normalized):
ἀγυρμός
Headword (normalized/stripped):
αγυρμος
IDX:
309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n309
Key:
a)gurmo/s

Data

{'content': 'ἀγυρμός\n = ἄγυρις.', 'key': 'a)gurmo/s'}