Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμπαρακομίζω
συμπαρακύπτω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραμένω
συμπαραμείγνυμι
συμπαρανεύω
συμπαρανήχομαι
συμπαραπέμπω
συμπαραπόλλυμαι
συμπαρασκευάζω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρατάσσομαι
συμπαρατηρέω
συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαραφέρω
συμπάρειμι
συμπάρειμι
συμπαρεισέρχομαι
View word page
συμπαραστατέω
συμπαραστατέω fut. ήσω to stand by so as to assist, c. dat., Aesch.; absol., Ar. from συμπαραστάτης
ShortDef
to stand by so as to assist
Debugging
Headword:
συμπαραστατέω
Headword (normalized):
συμπαραστατέω
Headword (normalized/stripped):
συμπαραστατεω
IDX:
30861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30896
Key:
sumparastate/w
Data
{'content': 'συμπαραστατέω\n fut. ήσω\n to stand by so as to assist, c. dat., Aesch.; absol., Ar.\n from συμπαραστάτης', 'key': 'sumparastate/w'}