Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπαρακελεύομαι
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαρακύπτω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραμένω
συμπαραμείγνυμι
συμπαρανεύω
συμπαρανήχομαι
συμπαραπέμπω
συμπαραπόλλυμαι
συμπαρασκευάζω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρατάσσομαι
συμπαρατηρέω
συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαραφέρω
συμπάρειμι
View word page
συμπαραπόλλυμαι
συμπαραπόλλυμαι perf. -όλωλα to perish along with or besides, Dem.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμπαραπόλλυμαι
Headword (normalized):
συμπαραπόλλυμαι
Headword (normalized/stripped):
συμπαραπολλυμαι
IDX:
30859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30894
Key:
sumparapo/llumai

Data

{'content': 'συμπαραπόλλυμαι\n perf. -όλωλα\n to perish along with or besides, Dem.', 'key': 'sumparapo/llumai'}