Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαρακαθίζω
συμπαρακαλέω
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαρακύπτω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραμένω
συμπαραμείγνυμι
συμπαρανεύω
συμπαρανήχομαι
συμπαραπέμπω
συμπαραπόλλυμαι
συμπαρασκευάζω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρατάσσομαι
συμπαρατηρέω
συμπαρατίθημι
View word page
συμπαραμείγνυμι
συμπαραμείγνυμι to mix in together, Ar.

ShortDef

mix in together

Debugging

Headword:
συμπαραμείγνυμι
Headword (normalized):
συμπαραμείγνυμι
Headword (normalized/stripped):
συμπαραμειγνυμι
IDX:
30855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30890
Key:
sumparamignu/w

Data

{'content': 'συμπαραμείγνυμι\n to mix in together, Ar.', 'key': 'sumparamignu/w'}