Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπαραδηλόω
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαρακαθίζω
συμπαρακαλέω
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαρακύπτω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραμένω
συμπαραμείγνυμι
συμπαρανεύω
συμπαρανήχομαι
συμπαραπέμπω
συμπαραπόλλυμαι
συμπαρασκευάζω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρατάσσομαι
συμπαρατηρέω
View word page
συμπαραμένω
συμπαραμένω fut. μενῶ to stay along with or among others, c. dat., Thuc.

ShortDef

to stay along with

Debugging

Headword:
συμπαραμένω
Headword (normalized):
συμπαραμένω
Headword (normalized/stripped):
συμπαραμενω
IDX:
30854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30889
Key:
sumparame/nw

Data

{'content': 'συμπαραμένω\n fut. μενῶ\n to stay along with or among others, c. dat., Thuc.', 'key': 'sumparame/nw'}