Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαραδηλόω
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαρακαθίζω
συμπαρακαλέω
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαρακύπτω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραμένω
συμπαραμείγνυμι
συμπαρανεύω
συμπαρανήχομαι
συμπαραπέμπω
συμπαραπόλλυμαι
συμπαρασκευάζω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
View word page
συμπαρακύπτω
συμπαρακύπτω fut. ψω to bend oneself along with, Luc.

ShortDef

to bend oneself along with

Debugging

Headword:
συμπαρακύπτω
Headword (normalized):
συμπαρακύπτω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρακυπτω
IDX:
30852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30887
Key:
sumparaku/ptw

Data

{'content': 'συμπαρακύπτω\n fut. ψω\n to bend oneself along with, Luc.', 'key': 'sumparaku/ptw'}