Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμπαραβύω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαραδηλόω
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαρακαθίζω
συμπαρακαλέω
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαρακύπτω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραμένω
συμπαραμείγνυμι
συμπαρανεύω
συμπαρανήχομαι
συμπαραπέμπω
συμπαραπόλλυμαι
συμπαρασκευάζω
συμπαραστατέω
View word page
συμπαρακομίζω
συμπαρακομίζω fut. Attic -κομιῶ to carry along the coast with one, of a commander, Thuc.; Pass. of the ships, Thuc.
ShortDef
to carry along the coast with
Debugging
Headword:
συμπαρακομίζω
Headword (normalized):
συμπαρακομίζω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρακομιζω
IDX:
30851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30886
Key:
sumparakomi/zw
Data
{'content': 'συμπαρακομίζω\n fut. Attic -κομιῶ\n to carry along the coast with one, of a commander, Thuc.; Pass. of the ships, Thuc.', 'key': 'sumparakomi/zw'}