Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπαιστής
συμπαίω
συμπανηγυρίζω
συμπαραβύω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαραδηλόω
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαρακαθίζω
συμπαρακαλέω
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαρακύπτω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραμένω
συμπαραμείγνυμι
συμπαρανεύω
συμπαρανήχομαι
συμπαραπέμπω
View word page
συμπαρακαλέω
συμπαρακαλέω fut. έσω to invite together or at the same time, Xen., Plat. to ask for at the same time, τι ἀπό τινος Xen.

ShortDef

to invite together

Debugging

Headword:
συμπαρακαλέω
Headword (normalized):
συμπαρακαλέω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρακαλεω
IDX:
30848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30883
Key:
sumparakale/w

Data

{'content': 'συμπαρακαλέω\n fut. έσω\n to invite together or at the same time, Xen., Plat.\n to ask for at the same time, τι ἀπό τινος Xen.', 'key': 'sumparakale/w'}