Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπαίκτωρ
συμπαιστής
συμπαίω
συμπανηγυρίζω
συμπαραβύω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαραδηλόω
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαρακαθίζω
συμπαρακαλέω
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαρακύπτω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραμένω
συμπαραμείγνυμι
συμπαρανεύω
συμπαρανήχομαι
View word page
συμπαρακαθίζω
συμπαρακαθίζω to make to sit beside: so in Mid., Dem. Mid. also to sit close beside, Plat.

ShortDef

to make to sit beside

Debugging

Headword:
συμπαρακαθίζω
Headword (normalized):
συμπαρακαθίζω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρακαθιζω
IDX:
30847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30882
Key:
sumparakaqi/zw

Data

{'content': 'συμπαρακαθίζω\n to make to sit beside: so in Mid., Dem.\n Mid. also to sit close beside, Plat.', 'key': 'sumparakaqi/zw'}