Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαίκτωρ
συμπαιστής
συμπαίω
συμπανηγυρίζω
συμπαραβύω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαραδηλόω
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαρακαθίζω
συμπαρακαλέω
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαρακύπτω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραμένω
συμπαραμείγνυμι
View word page
συμπαραθέω
συμπαραθέω fut. -θεύσομαι to run along together, Dem.

ShortDef

to run along together

Debugging

Headword:
συμπαραθέω
Headword (normalized):
συμπαραθέω
Headword (normalized/stripped):
συμπαραθεω
IDX:
30845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30880
Key:
sumparaqe/w

Data

{'content': 'συμπαραθέω\n fut. -θεύσομαι\n to run along together, Dem.', 'key': 'sumparaqe/w'}