Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπαιανίζω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαίκτωρ
συμπαιστής
συμπαίω
συμπανηγυρίζω
συμπαραβύω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαραδηλόω
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαρακαθίζω
συμπαρακαλέω
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαρακύπτω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραμένω
View word page
συμπαραδηλόω
συμπαραδηλόω fut. ώσω to shew incidentally at the same time, Strab.

ShortDef

to shew incidentally at the same time

Debugging

Headword:
συμπαραδηλόω
Headword (normalized):
συμπαραδηλόω
Headword (normalized/stripped):
συμπαραδηλοω
IDX:
30844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30879
Key:
sumparadhlo/w

Data

{'content': 'συμπαραδηλόω\n fut. ώσω\n to shew incidentally at the same time, Strab.', 'key': 'sumparadhlo/w'}