Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμπαθία
συμπαιανίζω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαίκτωρ
συμπαιστής
συμπαίω
συμπανηγυρίζω
συμπαραβύω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαραδηλόω
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαρακαθίζω
συμπαρακαλέω
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαρακύπτω
συμπαραλαμβάνω
View word page
συμπαραγίγνομαι
συμπαραγίγνομαι fut. -γενήσομαι Dep. to be ready at the same time, of fruit ripening, Hdt. to stand by another, to come in to assist, Thuc.
ShortDef
to be ready at the same time
Debugging
Headword:
συμπαραγίγνομαι
Headword (normalized):
συμπαραγίγνομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπαραγιγνομαι
IDX:
30843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30878
Key:
sumparagi/gnomai
Data
{'content': 'συμπαραγίγνομαι\n fut. -γενήσομαι\n Dep. \n to be ready at the same time, of fruit ripening, Hdt.\n to stand by another, to come in to assist, Thuc.', 'key': 'sumparagi/gnomai'}