Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπαθία
συμπαιανίζω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαίκτωρ
συμπαιστής
συμπαίω
συμπανηγυρίζω
συμπαραβύω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαραδηλόω
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαρακαθίζω
συμπαρακαλέω
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακολουθέω
View word page
συμπανηγυρίζω
συμπανηγυρίζω fut. σω to attend a solemn assembly with another, c. dat., Plut.

ShortDef

to attend a solemn assembly with

Debugging

Headword:
συμπανηγυρίζω
Headword (normalized):
συμπανηγυρίζω
Headword (normalized/stripped):
συμπανηγυριζω
IDX:
30840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30875
Key:
sumpanhguri/zw

Data

{'content': 'συμπανηγυρίζω\n fut. σω\n to attend a solemn assembly with another, c. dat., Plut.', 'key': 'sumpanhguri/zw'}