Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμμυέω
συμμύω
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπαθία
συμπαιανίζω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαίκτωρ
συμπαιστής
συμπαίω
συμπανηγυρίζω
συμπαραβύω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαραδηλόω
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαρακαθίζω
συμπαρακαλέω
View word page
συμπαιστής
συμπαιστής συμπαιστής, οῦ, ὁ, a playmate, playfellow, Plat.:— fem. συμπαίστρια, ἡ, Ar.

ShortDef

a playmate, playfellow

Debugging

Headword:
συμπαιστής
Headword (normalized):
συμπαιστής
Headword (normalized/stripped):
συμπαιστης
IDX:
30838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30873
Key:
sumpaisth/s

Data

{'content': 'συμπαιστής\n συμπαιστής, οῦ, ὁ,\n a playmate, playfellow, Plat.:— fem. συμπαίστρια, ἡ, Ar.', 'key': 'sumpaisth/s'}