Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύμμορφος
συμμοχθέω
συμμυέω
συμμύω
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπαθία
συμπαιανίζω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαίκτωρ
συμπαιστής
συμπαίω
συμπανηγυρίζω
συμπαραβύω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαραδηλόω
συμπαραθέω
συμπαραινέω
View word page
συμπαίζω
συμπαίζω fut. ξομαι to play or sport with another, c. dat., Soph.; absol., Hdt.; c. acc. cogn., μετʼ ἐμοῦ σύμπαιζε τὴν ἑορτήν keep the feast together with me, Ar.

ShortDef

to play

Debugging

Headword:
συμπαίζω
Headword (normalized):
συμπαίζω
Headword (normalized/stripped):
συμπαιζω
IDX:
30836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30871
Key:
sumpai/zw

Data

{'content': 'συμπαίζω\n fut. ξομαι\n to play or sport with another, c. dat., Soph.; absol., Hdt.; c. acc. cogn., μετʼ ἐμοῦ σύμπαιζε τὴν ἑορτήν keep the feast together with me, Ar.', 'key': 'sumpai/zw'}