Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμμορφόομαι
σύμμορφος
συμμοχθέω
συμμυέω
συμμύω
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπαθία
συμπαιανίζω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαίκτωρ
συμπαιστής
συμπαίω
συμπανηγυρίζω
συμπαραβύω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαραδηλόω
συμπαραθέω
View word page
συμπαιδεύω
συμπαιδεύω fut. σω to teach together, educate at the same time, Xen.: Pass. to be educated with others, Isocr.
ShortDef
to teach together, educate at the same time
Debugging
Headword:
συμπαιδεύω
Headword (normalized):
συμπαιδεύω
Headword (normalized/stripped):
συμπαιδευω
IDX:
30835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30870
Key:
sumpaideu/w
Data
{'content': 'συμπαιδεύω\n fut. σω\n to teach together, educate at the same time, Xen.: Pass. to be educated with others, Isocr.', 'key': 'sumpaideu/w'}